- αγγείωμα
- το, -ατος(ιατρ.), δερματική πάθηση με μορφή κηλίδας ή μικρού όγκου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγγείωμα — το Ιατρ. συγγενείς, μονήρεις ή πολλαπλές, αγγειακές αλλοιώσεις, οι οποίες αποτελούνται από μάζες αιμοφόρων αγγείων που εισδύουν στον οστίτη ιστό (οστά) ή σε άλλους ιστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αγγείο + κατάλ. ωμα, πρβλ. νεολατιν. angioma] … Dictionary of Greek